καμτσίκι

καμτσίκι
[камцики] ουσ о. плеть.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "καμτσίκι" в других словарях:

  • καμτσίκι — το βλ. καμουτσί …   Dictionary of Greek

  • καμτσίκι — το βλ. καμουτσί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάσις — (I) κάσις, ὁ, ἡ (Α) 1. αδελφός, αδελφή, κασίγνητος, κασιγνήτη 2. μτφ. αυτός που έχει όμοια φύση ή προέλευση είτε όμοιο προορισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού κασίγνητος, τού τ. τών ανθρωπωνυμίων Άλεξις < Αλεξίκακος]. (II) κάσις, ἡ (Α) 1. πάπ. κράνος …   Dictionary of Greek

  • καμουτσί — και καμουτσίκι, καμιτσίκι ή καμτσίκι, το μαστίγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kamci] …   Dictionary of Greek

  • καμουτσί — καμουτσί, το και καμουτσίκι, το και καμτσίκι, το (λ. τουρκ.), μαστίγιο: Στο αλώνισμα χτυπάνε τ άλογα με το καμουτσίκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φραγγέλιο — το (λ. λατ.), μαστίγιο, καμουτσί, καμτσίκι: Σε δέρνουν ποια φραγγέλια, καρδιά (Κ. Παλαμάς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»